ἀπελάσει

ἀπελάσει
ἀπέλασις
retirement
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπελάσεϊ , ἀπέλασις
retirement
fem dat sg (epic)
ἀπέλασις
retirement
fem dat sg (attic ionic)
ἀπελαύνω
drive away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπελαύνω
drive away
fut ind mid 2nd sg
ἀπελαύνω
drive away
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

  • απελαύνω — έλασα, ελάθηκα, διώχνω αλλοδαπό μακριά από τη χώρα: Μια δημοκρατική χώρα μόνο για πολύ σοβαρή αιτία αποφασίζει να απελάσει έναν ξένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”